Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄσωτος
ᾱ̓́τᾱ
ἀτακτέω
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀταμιεύτως
ἀταξίᾱ
ᾱ̓τάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀτάρακτος
ἀταραξίᾱ
ἀτάραχος
ἀτάρβακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
View word page
ἀταμιεύτως
ἀταμιεύτωςadvprivatv.prfx., ταμιεύω uncontrollablyref. to acting under the impulse of anger or ambitionPl. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀταμιεύτως
Headword (normalized):
ἀταμιεύτως
Headword (normalized/stripped):
αταμιευτως
IDX:
1451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1452
Key:
ἀταμιεύτως

Data

{'headword_display': '<b>ἀταμιεύτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀταμιεύτως</HL><PS>adv</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>ταμιεύω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>uncontrollably</Tr><ModVb>ref. to acting under the impulse of anger or ambition<Au>Pl. Plu.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀταμιεύτως'}