Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπικοιτέω
ἐπικοκκάστρια
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπικόπτω
ἐπικοσμέω
ἐπίκοτος
ἐπικουρέω
ἐπικούρημα
ἐπικούρησις
ἐπικουρητικός
ἐπικουρίᾱ
ἐπικουρικός
ἐπίκουρος
ἐπικουφίζω
ἐπικραδάω
ἐπικραίνω
ἐπίκρᾱνον
ἐπικράτεια
ἐπικρατέω
ἐπικρατής
View word page
ἐπικουρητικός
ἐπικουρητικόςή όνadjof one of the three classes in the ideal city-stateauxiliaryPl.v.l. ἐπικουρικός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπικουρητικός
Headword (normalized):
ἐπικουρητικός
Headword (normalized/stripped):
επικουρητικος
IDX:
14489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14490
Key:
ἐπικουρητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπικουρητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπικουρητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of one of the three classes in the ideal city-state</Indic><Tr>auxiliary</Tr><Au>Pl.<LblR>v.l. <Gr>ἐπικουρικός</Gr></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπικουρητικός'}