Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπίκλιντρον
ἐπικλῑ́νω
ἐπικλονέω
ἐπίκλοπος
ἐπικλύζω
ἐπίκλυσις
ἐπικλυτός
ἐπικλύω
ἐπικλώθω
ἐπικνάω
ἐπικνέομαι
ἐπικοιμάομαι
ἐπικοινόομαι
ἐπίκοινος
ἐπικοινωνέω
ἐπικοινωνίᾱ
ἐπικοιτέω
ἐπικοκκάστρια
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπικόπτω
View word page
ἐπικνέομαι
ἐπικνέομαιIon.contr.vbseeἐφικνέομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπικνέομαι
Headword (normalized):
ἐπικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
επικνεομαι
IDX:
14473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14474
Key:
ἐπικνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπικνέομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐπικνέομαι</HL><PS>Ion.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐφικνέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπικνέομαι'}