Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσχολίᾱ
ἄσχολος
ἀσώδης
ἀσώματος
ἀσωτεύομαι
ἀσωτίᾱ
ἄσωτος
ᾱ̓́τᾱ
ἀτακτέω
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀταμιεύτως
ἀταξίᾱ
ᾱ̓τάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
View word page
ἀ-ταλαίπωρος
ταλαίπωροςονadj of an investigationnot painstakingTh.

ShortDef

without pains

Debugging

Headword:
ἀταλαίπωρος
Headword (normalized):
ἀταλαίπωρος
Headword (normalized/stripped):
αταλαιπωρος
IDX:
1445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1446
Key:
ἀταλαίπωρος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-ταλαίπωρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>ταλαίπωρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an investigation</Indic><Tr>not painstaking</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀταλαίπωρος'}