Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπικαχλάζω
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
ἐπικελεύω
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεράννῡμι
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδια
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικέχοδα
ἐπικήδειος
ἐπίκηρος
ἐπικηρῡ́κεια
ἐπικηρῡκεύματα
ἐπικηρῡκεύομαι
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδναμαι
View word page
ἐπι-κέρδια
ἐπι-κέρδιαωνn.plκέρδος profitsfr. tradeHdt.

ShortDef

profit on traffic

Debugging

Headword:
ἐπικέρδια
Headword (normalized):
ἐπικέρδια
Headword (normalized/stripped):
επικερδια
IDX:
14435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14436
Key:
ἐπικέρδια

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-κέρδια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπι-κέρδια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>κέρδος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>profits<Expl>fr. trade</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπικέρδια'}