Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγομαι
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμαι
ἐπικαταρρῑπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικάτειμι
ἐπικάτημαι
ἐπίκαυτος
ἐπικαχλάζω
View word page
ἐπι-καταμένω
ἐπι-καταμένωvb remain behind longerin a placeX.

ShortDef

to tarry longer

Debugging

Headword:
ἐπικαταμένω
Headword (normalized):
ἐπικαταμένω
Headword (normalized/stripped):
επικαταμενω
IDX:
14415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14416
Key:
ἐπικαταμένω

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-καταμένω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπι-καταμένω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>remain behind longer<Expl>in a place</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπικαταμένω'}