Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπικάρ
ἐπικαρπίᾱ
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγομαι
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμαι
ἐπικαταρρῑπτέω
ἐπικατασφάζω
ἐπικατατέμνω
ἐπικαταψεύδομαι
ἐπικάτειμι
ἐπικάτημαι
View word page
ἐπι-καταλαμβάνω
ἐπι-καταλαμβάνωvb catch upovertakepersons, shipsTh. Plb.of the moonthe sunat the end of a monthPl.

ShortDef

to catch up, overtake

Debugging

Headword:
ἐπικαταλαμβάνω
Headword (normalized):
ἐπικαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
επικαταλαμβανω
IDX:
14413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14414
Key:
ἐπικαταλαμβάνω

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-καταλαμβάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπι-καταλαμβάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>catch up<or/>overtake</Tr><Cmpl>persons, ships<Au>Th. Plb.</Au></Cmpl><vS2><Indic>of the moon</Indic><Cmpl>the sun<Expl>at the end of a month</Expl><Au>Pl.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπικαταλαμβάνω'}