Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπικαμπής
ἐπικάμπιος
ἐπικάμπτω
ἐπικάμπυλος
ἐπικάρ
ἐπικαρπίᾱ
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγομαι
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμαι
ἐπικαταρρῑπτέω
ἐπικατασφάζω
View word page
ἐπι-καταδαρθάνω
ἐπι-καταδαρθάνωvbaor.2
ἐπικατέδαρθον
fall asleep afterwardsTh. Pl.

ShortDef

to fall asleep afterwards

Debugging

Headword:
ἐπικαταδαρθάνω
Headword (normalized):
ἐπικαταδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
επικαταδαρθανω
IDX:
14409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14410
Key:
ἐπικαταδαρθάνω

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-καταδαρθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπι-καταδαρθάνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>ἐπικατέδαρθον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>fall asleep afterwards</Tr><Au>Th. Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπικαταδαρθάνω'}