Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπικαμπή
ἐπικαμπής
ἐπικάμπιος
ἐπικάμπτω
ἐπικάμπυλος
ἐπικάρ
ἐπικαρπίᾱ
ἐπικάρσιος
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικατάγομαι
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταίρω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταμένω
ἐπικαταρρέω
ἐπικαταρρήγνυμαι
ἐπικαταρρῑπτέω
View word page
ἐπι-κατάγομαι
ἐπι-κατάγομαιmid.vb of sailors, a shipput in to land laterTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπικατάγομαι
Headword (normalized):
ἐπικατάγομαι
Headword (normalized/stripped):
επικαταγομαι
IDX:
14408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14409
Key:
ἐπικατάγομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-κατάγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπι-κατάγομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of sailors, a ship</Indic><Tr>put in to land later</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπικατάγομαι'}