Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχολίᾱ
ἄσχολος
ἀσώδης
ἀσώματος
ἀσωτεύομαι
ἀσωτίᾱ
ἄσωτος
ᾱ̓́τᾱ
ἀτακτέω
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
View word page
ἀσωτεύομαι
ἀσωτεύομαιmid.vbἄσωτος live wastefullyArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσωτεύομαι
Headword (normalized):
ἀσωτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ασωτευομαι
IDX:
1439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1440
Key:
ἀσωτεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀσωτεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀσωτεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>ἄσωτος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>live wastefully</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀσωτεύομαι'}