Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπομονόομαι
ἀπομόργνῡμι
ἀπόμουσος
ἀπομῡθέομαι
ἀπομύττω
ἀπόναιο
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπόνασθαι
ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
ἀπονέομαι
ᾱ̓πονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονήμενος
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονίᾱ
ἀπονίζω
ἀπόνιμμα
ἀπονίναμαι
View word page
ἀπονενοημένως
ἀπονενοημένωςpf.pass.ptcpl.advsee underἀπονοέομαι

ShortDef

desperately

Debugging

Headword:
ἀπονενοημένως
Headword (normalized):
ἀπονενοημένως
Headword (normalized/stripped):
απονενοημενως
IDX:
143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-144
Key:
ἀπονενοημένως

Data

{'headword_display': '<b>ἀπονενοημένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀπονενοημένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἀπονοέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπονενοημένως'}