Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσφαλής
ἀσφαλίζομαι
ἄσφαλτος
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος
ἄσφε
ἀσφόδελος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχολίᾱ
ἄσχολος
ἀσώδης
ἀσώματος
ἀσωτεύομαι
View word page
ἀ-σχημάτιστος
σχημάτιστοςονadjσχηματίζω of οὐσία BeingshapelessPl.

ShortDef

without form

Debugging

Headword:
ἀσχημάτιστος
Headword (normalized):
ἀσχημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ασχηματιστος
IDX:
1429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1430
Key:
ἀσχημάτιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-σχημάτιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>σχημάτιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σχηματίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of <Ref>οὐσία</Ref> <ital>Being</ital></Indic><Tr>shapeless</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσχημάτιστος'}