Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιδέκατος
ἐπιδέκομαι
ἐπιδεκτέον
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπίδεξις
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδέσθαι
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδευής
ἐπιδεύομαι
ἐπιδέχομαι
ἐπιδέω
ἐπιδέω
ἐπίδηλος
ἐπιδημεύω
ἐπιδημέω
ἐπιδημίᾱ
View word page
ἐπί-δεσμος
ἐπί-δεσμοςουmδεσμός bandageAr.

ShortDef

an upper or outer bandage

Debugging

Headword:
ἐπίδεσμος
Headword (normalized):
ἐπίδεσμος
Headword (normalized/stripped):
επιδεσμος
IDX:
14257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14258
Key:
ἐπίδεσμος

Data

{'headword_display': '<b>ἐπί-δεσμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπί-δεσμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δεσμός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bandage</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπίδεσμος'}