Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπίδειξις
ἐπιδειπνέω
ἐπιδέκατος
ἐπιδέκομαι
ἐπιδεκτέον
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπίδεξις
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδέσθαι
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδευής
ἐπιδεύομαι
ἐπιδέχομαι
ἐπιδέω
ἐπιδέω
ἐπίδηλος
ἐπιδημεύω
View word page
ἐπιδερκτός
ἐπιδερκτόςόνadj of thingsto be seen, visibleEmp.

ShortDef

to be seen, visible

Debugging

Headword:
ἐπιδερκτός
Headword (normalized):
ἐπιδερκτός
Headword (normalized/stripped):
επιδερκτος
IDX:
14255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14256
Key:
ἐπιδερκτός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιδερκτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπιδερκτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>to be seen, visible</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπιδερκτός'}