Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιδείκνῡμι
ἐπιδεικτικός
ἐπιδεῖν
ἐπίδειξις
ἐπιδειπνέω
ἐπιδέκατος
ἐπιδέκομαι
ἐπιδεκτέον
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπίδεξις
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδέσθαι
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδευής
ἐπιδεύομαι
ἐπιδέχομαι
ἐπιδέω
View word page
ἐπιδεξιότης
ἐπιδεξιότηςητοςf dexterity, clevernessAeschin. Plu.tactfulnessArist.

ShortDef

dexterity, cleverness

Debugging

Headword:
ἐπιδεξιότης
Headword (normalized):
ἐπιδεξιότης
Headword (normalized/stripped):
επιδεξιοτης
IDX:
14252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14253
Key:
ἐπιδεξιότης

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιδεξιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπιδεξιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>dexterity, cleverness</Tr><Au>Aeschin. Plu.</Au><nS2><Tr>tactfulness</Tr><Au>Arist.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἐπιδεξιότης'}