Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιδεδράμηκα
ἐπιδέγμενος
ἐπιδεής
ἐπίδειγμα
ἐπιδείκνῡμι
ἐπιδεικτικός
ἐπιδεῖν
ἐπίδειξις
ἐπιδειπνέω
ἐπιδέκατος
ἐπιδέκομαι
ἐπιδεκτέον
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπίδεξις
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδέσθαι
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσπόζω
View word page
ἐπιδέκομαι
ἐπιδέκομαιIon.mid.vbseeἐπιδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιδέκομαι
Headword (normalized):
ἐπιδέκομαι
Headword (normalized/stripped):
επιδεκομαι
IDX:
14248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14249
Key:
ἐπιδέκομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιδέκομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐπιδέκομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐπιδέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπιδέκομαι'}