Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσύφηλος
ᾱ̔συχᾷ
ἀσφάδᾳστος
ἄσφακτος
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζομαι
ἄσφαλτος
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος
ἄσφε
ἀσφόδελος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἄσχιστος
View word page
ἀσφάραγος2
ἀσφάραγος2alsoἀσπάραγοςουm asparagusPlu.

ShortDef

the throat, gullet
asparagus

Debugging

Headword:
ἀσφάραγος
Headword (normalized):
ἀσφάραγος
Headword (normalized/stripped):
ασφαραγος
IDX:
1423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1424
Key:
ἀσφάραγος_2

Data

{'headword_display': '<b>ἀσφάραγος</b><sup>2</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀσφάραγος<Hm>2</Hm><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>ἀσπάραγος</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>asparagus</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀσφάραγος_2'}