Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ᾱ̔συχᾷ
ἀσφάδᾳστος
ἄσφακτος
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζομαι
ἄσφαλτος
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος
ἄσφε
ἀσφόδελος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
View word page
ἄσφαλτος
ἄσφαλτοςουf bitumen, pitchAlc. Hdt. X. Theoc. Plu.

ShortDef

asphalt, bitumen

Debugging

Headword:
ἄσφαλτος
Headword (normalized):
ἄσφαλτος
Headword (normalized/stripped):
ασφαλτος
IDX:
1421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1422
Key:
ἄσφαλτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄσφαλτος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄσφαλτος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bitumen, pitch</Tr><Au>Alc. Hdt. X. Theoc. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄσφαλτος'}