Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσύντακτος
ἀσυντονώτατα
ἀσυρής
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ᾱ̔συχᾷ
ἀσφάδᾳστος
ἄσφακτος
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζομαι
ἄσφαλτος
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος
ἄσφε
ἀσφόδελος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
View word page
ἀσφάλειος
ἀσφάλειοςperh. alsoἀσφάλιοςονadj steadyingepith. of PoseidonAr. Plu.

ShortDef

securer

Debugging

Headword:
ἀσφάλειος
Headword (normalized):
ἀσφάλειος
Headword (normalized/stripped):
ασφαλειος
IDX:
1418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1419
Key:
ἀσφάλειος

Data

{'headword_display': '<b>ἀσφάλειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀσφάλειος<VL><Lbl>perh. also</Lbl><FmHL>ἀσφάλιος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS> </HG> <aS1><Tr>steadying<Expl>epith. of Poseidon</Expl></Tr><Au>Ar. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσφάλειος'}