Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσύννους
ἀσύνοπτος
ἀσύντακτος
ἀσυντονώτατα
ἀσυρής
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ᾱ̔συχᾷ
ἀσφάδᾳστος
ἄσφακτος
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζομαι
ἄσφαλτος
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος
ἄσφε
ἀσφόδελος
ἀσχαλάω
View word page
ἄ-σφακτος
σφακτοςονadjσφακτός of sheepnot slaughteredin sacrificeE.

ShortDef

unslaughtered

Debugging

Headword:
ἄσφακτος
Headword (normalized):
ἄσφακτος
Headword (normalized/stripped):
ασφακτος
IDX:
1416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1417
Key:
ἄσφακτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-σφακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>σφακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σφακτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sheep</Indic><Tr>not slaughtered<Expl>in sacrifice</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄσφακτος'}