Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσύνετος
ἀσυνήθεια
ἀσυνήθης
ἀσύνθετος
ἀσυννέτημμι
ἀσύννους
ἀσύνοπτος
ἀσύντακτος
ἀσυντονώτατα
ἀσυρής
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ᾱ̔συχᾷ
ἀσφάδᾳστος
ἄσφακτος
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζομαι
ἄσφαλτος
View word page
ἀ-συσκεύαστος
συσκεύαστοςονadjσυσκευάζω of a ship's tackle and cargonot properly packedX.

ShortDef

not arranged, not ready

Debugging

Headword:
ἀσυσκεύαστος
Headword (normalized):
ἀσυσκεύαστος
Headword (normalized/stripped):
ασυσκευαστος
IDX:
1411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1412
Key:
ἀσυσκεύαστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-συσκεύαστος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>συσκεύαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συσκευάζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship's tackle and cargo</Indic><Tr>not properly packed</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀσυσκεύαστος'}