Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσύνδηλος
ἀσυνεσίᾱ
ἀσύνετος
ἀσυνήθεια
ἀσυνήθης
ἀσύνθετος
ἀσυννέτημμι
ἀσύννους
ἀσύνοπτος
ἀσύντακτος
ἀσυντονώτατα
ἀσυρής
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ᾱ̔συχᾷ
ἀσφάδᾳστος
ἄσφακτος
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
View word page
ἀσυντονώτατα
ἀσυντονώταταneut.pl.superl.advσύντονος very lazilyX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσυντονώτατα
Headword (normalized):
ἀσυντονώτατα
Headword (normalized/stripped):
ασυντονωτατα
IDX:
1409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1410
Key:
ἀσυντονώτατα

Data

{'headword_display': '<b>ἀσυντονώτατα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀσυντονώτατα</HL><PS>neut.pl.superl.adv</PS><Ety><Ref>σύντονος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>very lazily</Tr><Au>X.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀσυντονώτατα'}