Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπομνήσομαι
ἀπόμνῡμι
ἀπόμοιρος
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνῡμι
ἀπόμουσος
ἀπομῡθέομαι
ἀπομύττω
ἀπόναιο
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπόνασθαι
ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
ἀπονέομαι
ᾱ̓πονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονήμενος
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονίᾱ
View word page
ἀπο-ναρκόομαι
ἀποναρκόομαιpass.contr.vbνάρκη become completely numbPl.

ShortDef

to become quite torpid, insensible

Debugging

Headword:
ἀποναρκόομαι
Headword (normalized):
ἀποναρκόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποναρκοομαι
IDX:
140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-141
Key:
ἀποναρκόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-ναρκόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>ναρκόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>νάρκη</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>become completely numb</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποναρκόομαι'}