Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσύμφωνος
ἀσύνδετος
ἀσύνδηλος
ἀσυνεσίᾱ
ἀσύνετος
ἀσυνήθεια
ἀσυνήθης
ἀσύνθετος
ἀσυννέτημμι
ἀσύννους
ἀσύνοπτος
ἀσύντακτος
ἀσυντονώτατα
ἀσυρής
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ᾱ̔συχᾷ
ἀσφάδᾳστος
ἄσφακτος
ἀσφάλεια
View word page
ἀ-σύνοπτος
σύνοπτοςονadjσυνοπτός of factsnot obviousw.dat.to the general publicAeschin.

ShortDef

not easily perceived

Debugging

Headword:
ἀσύνοπτος
Headword (normalized):
ἀσύνοπτος
Headword (normalized/stripped):
ασυνοπτος
IDX:
1407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1408
Key:
ἀσύνοπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-σύνοπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>σύνοπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συνοπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of facts</Indic><Tr>not obvious<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to the general public</Expl></Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσύνοπτος'}