Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπείτε
ἔπειτε
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
View word page
ἐπ-εισπηδάω
ἐπ-εισπηδάωcontr.vb leap in on top of people in a ditchX. intr.burst into a place Ar. D.

ShortDef

to leap in upon

Debugging

Headword:
ἐπεισπηδάω
Headword (normalized):
ἐπεισπηδάω
Headword (normalized/stripped):
επεισπηδαω
IDX:
13963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13964
Key:
ἐπεισπηδάω

Data

{'headword_display': '<b>ἐπ-εισπηδάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπ-εισπηδάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>leap in on top of</Tr> <Obj>people in a ditch<Au>X.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>intr.</Indic><Tr>burst in<Expl>to a place</Expl></Tr> <Au>Ar. D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπεισπηδάω'}