Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπείτε
ἔπειτε
View word page
ἐπ-είσοδος
ἐπ-είσοδοςουfarrival, intrusionof a personS.

ShortDef

a coming in besides, entrance

Debugging

Headword:
ἐπείσοδος
Headword (normalized):
ἐπείσοδος
Headword (normalized/stripped):
επεισοδος
IDX:
13961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13962
Key:
ἐπείσοδος

Data

{'headword_display': '<b>ἐπ-είσοδος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπ-είσοδος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>arrival, intrusion<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπείσοδος'}