Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμα
ἐπεισακτός
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
View word page
ἐπείσκλητος
ἐπείσκλητοςονadj of a member of the Councilco-optedArist.

ShortDef

co-opted

Debugging

Headword:
ἐπείσκλητος
Headword (normalized):
ἐπείσκλητος
Headword (normalized/stripped):
επεισκλητος
IDX:
13955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13956
Key:
ἐπείσκλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἐπείσκλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπείσκλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a member of the Council</Indic><Tr>co-opted</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπείσκλητος'}