Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρύω
ἐπειρωτάω
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμα
ἐπεισακτός
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
View word page
ἐπεισβάτης
ἐπεισβάτηςἐπεσ-ουmἐπεισβαίνω one who goes on boarda shipadditionallyextra passengerE.

ShortDef

an additional passenger, supernumerary on board

Debugging

Headword:
ἐπεισβάτης
Headword (normalized):
ἐπεισβάτης
Headword (normalized/stripped):
επεισβατης
IDX:
13951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13952
Key:
ἐπεισβάτης

Data

{'headword_display': '<b>ἐπεισβάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπεισβάτης<VL><FmHL>ἐπεσ-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἐπεισβαίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who goes on board<Prnth>a ship</Prnth>additionally</Def><Tr>extra passenger</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπεισβάτης'}