Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπεῖναι
ἐπείνυσθαι
ἔπειξις
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρύω
ἐπειρωτάω
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμα
ἐπεισακτός
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιον
View word page
ἐπεισαγώγιμα
ἐπεισαγώγιμαωνn.plimported goodsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεισαγώγιμα
Headword (normalized):
ἐπεισαγώγιμα
Headword (normalized/stripped):
επεισαγωγιμα
IDX:
13947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13948
Key:
ἐπεισαγώγιμα

Data

{'headword_display': '<b>ἐπεισαγώγιμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπεισαγώγιμα</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG><nS1><Tr>imported goods</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπεισαγώγιμα'}