Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπεικτέον
ἐπεικώς
ἐπειλεγμένος
ἔπειμι
ἔπειμι
ἐπεῖναι
ἐπείνυσθαι
ἔπειξις
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρύω
ἐπειρωτάω
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμα
ἐπεισακτός
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
View word page
ἐπείρομαι
ἐπείρομαιIon.mid.vbseeἐπέρομαι

ShortDef

ask besides

Debugging

Headword:
ἐπείρομαι
Headword (normalized):
ἐπείρομαι
Headword (normalized/stripped):
επειρομαι
IDX:
13942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13943
Key:
ἐπείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπείρομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐπείρομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐπέρομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπείρομαι'}