Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσύγκριτος
ἀσῡκοφάντητος
ἀσῡλαῖος
ἀσῡ́λητος
ἀσῡλίᾱ
ἀσυλλόγιστος
ἄσῡλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
ἀσυμμετρίᾱ
ἀσύμμετρος
ἀσυμπαθής
ἀσύμφορος
ἀσύμφῡλος
ἀσυμφωνίᾱ
ἀσύμφωνος
ἀσύνδετος
ἀσύνδηλος
ἀσυνεσίᾱ
View word page
ἀ-σύμμαχος
σύμμαχοςονadj of a manwithout an allyE.fr.

ShortDef

without allies

Debugging

Headword:
ἀσύμμαχος
Headword (normalized):
ἀσύμμαχος
Headword (normalized/stripped):
ασυμμαχος
IDX:
1390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1391
Key:
ἀσύμμαχος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-σύμμαχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>σύμμαχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>without an ally</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσύμμαχος'}