Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστυνομίᾱ
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἄστυρον
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσῡκοφάντητος
ἀσῡλαῖος
ἀσῡ́λητος
ἀσῡλίᾱ
ἀσυλλόγιστος
ἄσῡλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
ἀσυμμετρίᾱ
View word page
ἀ-σῡκοφάντητος
σῡκοφάντητοςονadjσῡκοφαντέω of an aspect of a person's characterbeyond reproachAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσῡκοφάντητος
Headword (normalized):
ἀσῡκοφάντητος
Headword (normalized/stripped):
ασυκοφαντητος
IDX:
1381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1382
Key:
ἀσῡκοφάντητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-σῡκοφάντητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>σῡκοφάντητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σῡκοφαντέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an aspect of a person's character</Indic><Tr>beyond reproach</Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀσῡκοφάντητος'}