Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπανθρακίδες
ἐπανθρῴσκω
ἐπανίημι
ἐπανισόω
ἐπανίστημι
ἐπάνοδος
ἐπανορθόω
ἐπανόρθωμα
ἐπανόρθωσις
ἐπανορθωτέος
ἐπανορθωτικός
ἐπαντέλλω
ἐπάντης
ἐπαντιάζω
ἐπαντλέω
ἐπανύω
ἐπάνω
ἐπάνωθε(ν)
ἐπᾱ́ξᾱ
ἐπᾴξᾱς
ἐπάξιος
View word page
ἐπανορθωτικός
ἐπανορθωτικόςή όνadjof justicerestorativeArist.

ShortDef

corrective, restorative

Debugging

Headword:
ἐπανορθωτικός
Headword (normalized):
ἐπανορθωτικός
Headword (normalized/stripped):
επανορθωτικος
IDX:
13815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13816
Key:
ἐπανορθωτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπανορθωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπανορθωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of justice</Indic><Tr>restorative</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπανορθωτικός'}