Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστύνῑκος
ἀστυνομίᾱ
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἄστυρον
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσῡκοφάντητος
ἀσῡλαῖος
ἀσῡ́λητος
ἀσῡλίᾱ
ἀσυλλόγιστος
ἄσῡλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
View word page
ἀ-σύγκριτος
σύγκριτοςονadj of persons or thingsincomparablePlu.

ShortDef

not to be compared, unlike

Debugging

Headword:
ἀσύγκριτος
Headword (normalized):
ἀσύγκριτος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκριτος
IDX:
1380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1381
Key:
ἀσύγκριτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-σύγκριτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>σύγκριτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>incomparable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσύγκριτος'}