Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστύθεμις
ἀστύνῑκος
ἀστυνομίᾱ
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἄστυρον
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσῡκοφάντητος
ἀσῡλαῖος
ἀσῡ́λητος
ἀσῡλίᾱ
ἀσυλλόγιστος
ἄσῡλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
View word page
ἀ-συγκόμιστος
συγκόμιστοςονadjσυγκομίζω of a farmer's cropnot gathered inX.

ShortDef

not gathered in

Debugging

Headword:
ἀσυγκόμιστος
Headword (normalized):
ἀσυγκόμιστος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκομιστος
IDX:
1379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1380
Key:
ἀσυγκόμιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-συγκόμιστος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>συγκόμιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συγκομίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a farmer's crop</Indic><Tr>not gathered in</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀσυγκόμιστος'}