Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστυβοώτης
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγείτων
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἀστύνῑκος
ἀστυνομίᾱ
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἄστυρον
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσῡκοφάντητος
ἀσῡλαῖος
ἀσῡ́λητος
ἀσῡλίᾱ
ἀσυλλόγιστος
View word page
ἄστυρον
ἄστυρονουndimin.ἄστυ little cityat the time of its foundationCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄστυρον
Headword (normalized):
ἄστυρον
Headword (normalized/stripped):
αστυρον
IDX:
1375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1376
Key:
ἄστυρον

Data

{'headword_display': '<b>ἄστυρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄστυρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>ἄστυ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little city<Expl>at the time of its foundation</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄστυρον'}