Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄστρωτος
ἄστυ
ἀστυάνακτες
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγείτων
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἀστύνῑκος
ἀστυνομίᾱ
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἄστυρον
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσῡκοφάντητος
ἀσῡλαῖος
View word page
ἀστυνομικός
ἀστυνομικόςή όνadj of laws, affairsof or relating to town stewardshipmunicipalopp. commercialPl. Arist.

ShortDef

of or for an ἀστυνόμος or his office

Debugging

Headword:
ἀστυνομικός
Headword (normalized):
ἀστυνομικός
Headword (normalized/stripped):
αστυνομικος
IDX:
1372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1373
Key:
ἀστυνομικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀστυνομικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀστυνομικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of laws, affairs</Indic><Def>of or relating to town stewardship</Def><Tr>municipal<Expl>opp. commercial</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀστυνομικός'}