Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστρονόμος
ἄστροφος
ἀστρωπός
ἀστρωσίᾱ
ἄστρωτος
ἄστυ
ἀστυάνακτες
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγείτων
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἀστύνῑκος
ἀστυνομίᾱ
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἄστυρον
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
View word page
ἀστυδρομέομαι
ἀστυδρομέομαιpass.contr.vbδρόμος of a citybe overrun street by streetby an armyA.

ShortDef

to have the streets filled with fugitives

Debugging

Headword:
ἀστυδρομέομαι
Headword (normalized):
ἀστυδρομέομαι
Headword (normalized/stripped):
αστυδρομεομαι
IDX:
1368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1369
Key:
ἀστυδρομέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀστυδρομέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀστυδρομέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>δρόμος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a city</Indic><Tr>be overrun street by street<Expl>by an army</Expl></Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀστυδρομέομαι'}