Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστρονομίᾱ
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστροφος
ἀστρωπός
ἀστρωσίᾱ
ἄστρωτος
ἄστυ
ἀστυάνακτες
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγείτων
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἀστύνῑκος
ἀστυνομίᾱ
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἄστυρον
ἀστυφέλικτος
View word page
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγειτονέομαιmid.contr.vbἀστυγείτων of a tribelive as a neighbourw.prep.phr.beside another tribeA.

ShortDef

dwell in a neighbouring

Debugging

Headword:
ἀστυγειτονέομαι
Headword (normalized):
ἀστυγειτονέομαι
Headword (normalized/stripped):
αστυγειτονεομαι
IDX:
1366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1367
Key:
ἀστυγειτονέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀστυγειτονέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀστυγειτονέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀστυγείτων</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a tribe</Indic><Tr>live as a neighbour</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>beside another tribe<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀστυγειτονέομαι'}