Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστρονομέω
ἀστρονομίᾱ
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστροφος
ἀστρωπός
ἀστρωσίᾱ
ἄστρωτος
ἄστυ
ἀστυάνακτες
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγείτων
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἀστύνῑκος
ἀστυνομίᾱ
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστυνόμος
ἄστυρον
View word page
ἀστυ-βοώτης
ἀστυβοώτηςεωIon.mβοάω one who calls out in a citytown-crierappos.w. κῆρυξIl.

ShortDef

crying through the city

Debugging

Headword:
ἀστυβοώτης
Headword (normalized):
ἀστυβοώτης
Headword (normalized/stripped):
αστυβοωτης
IDX:
1365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1366
Key:
ἀστυβοώτης

Data

{'headword_display': '<b>ἀστυ-βοώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀστυ<hyph/>βοώτης</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.m</PS><Ety><Ref>βοάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who calls out in a city</Def><Tr>town-crier<Expl>appos.w. <Ref>κῆρυξ</Ref></Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀστυβοώτης'}