Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑόρτασις
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑός
ἑοῦ
ἐοῦσα
ἐπαβελτερόω
ἐπᾱβολέω
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγγελίᾱ
ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγγελτικός
ἐπαγείρω
ἐπάγερσις
ἐπάγην
ἐπαγῑνέω
ἐπαγλαΐζω
ἐπάγνῡμι
View word page
ἐπ-αγανακτέω
ἐπ-αγανακτέωcontr.vb be very indignant Plu.

ShortDef

to be indignant at

Debugging

Headword:
ἐπαγανακτέω
Headword (normalized):
ἐπαγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
επαγανακτεω
IDX:
13632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13633
Key:
ἐπαγανακτέω

Data

{'headword_display': '<b>ἐπ-αγανακτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπ-αγανακτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be very indignant</Tr> <Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπαγανακτέω'}