Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστρογείτων
ἀστρολογέω
ἀστρολογίᾱ
ἀστρολόγος
ἄστρον
ἀστρονομέω
ἀστρονομίᾱ
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστροφος
ἀστρωπός
ἀστρωσίᾱ
ἄστρωτος
ἄστυ
ἀστυάνακτες
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγείτων
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἀστύνῑκος
View word page
ἀστρ-ωπός
ἀστρωπόςόνadjἄστρονὤψ; reltd. ἀστερωπός of the abodes of the gods, ref. to the heavensstarryE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστρωπός
Headword (normalized):
ἀστρωπός
Headword (normalized/stripped):
αστρωπος
IDX:
1360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1361
Key:
ἀστρωπός

Data

{'headword_display': '<b>ἀστρ-ωπός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀστρ<hyph/>ωπός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄστρον</Ref><Ref>ὤψ</Ref>; reltd. <Ref>ἀστερωπός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the abodes of the gods, ref. to the heavens</Indic><Tr>starry</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀστρωπός'}