Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξυλακτέω
ἐξυμνέω
ἐξυπανίστημι
ἐξυπεῖπα
ἐξύπερθε
ἐξυπέρχομαι
ἐξυπηρετέω
ἐξυπνίζω
ἔξυπνος
ἐξυπτιάζω
ἐξυρημένος
ἐξυφαίνω
ἐξύφασμα
ἐξυφηγέομαι
ἕξω
ἔξω
ἔξωθεν
ἐξωθέω
ἐξώλεια
ἐξώλης
ἐξωμιδοποιίᾱ
View word page
ἐξυρημένος
ἐξυρημένοςpf.pass.ptcplseeξυρέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξυρημένος
Headword (normalized):
ἐξυρημένος
Headword (normalized/stripped):
εξυρημενος
IDX:
13582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13583
Key:
ἐξυρημένος

Data

{'headword_display': '<b>ἐξυρημένος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐξυρημένος</HL><PS>pf.pass.ptcpl</PS></HG><XR>see<Ref>ξυρέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐξυρημένος'}