Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἄστρις
ἀστρογείτων
ἀστρολογέω
ἀστρολογίᾱ
ἀστρολόγος
ἄστρον
ἀστρονομέω
ἀστρονομίᾱ
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστροφος
ἀστρωπός
ἀστρωσίᾱ
ἄστρωτος
ἄστυ
ἀστυάνακτες
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγείτων
View word page
ἀστρονομικός
ἀστρονομικόςή όνadjof personsskilled in astronomyPl.of questionsabout astronomyPl.

ShortDef

skilled in astronomy, pertaining to astronomy

Debugging

Headword:
ἀστρονομικός
Headword (normalized):
ἀστρονομικός
Headword (normalized/stripped):
αστρονομικος
IDX:
1357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1358
Key:
ἀστρονομικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀστρονομικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀστρονομικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>skilled in astronomy</Tr><Au>Pl.</Au></aS1><aS1><Indic>of questions</Indic><Tr>about astronomy</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀστρονομικός'}