Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξόσδω
ἐξοσιόω
ἐξοστρακίζω
ἐξοστρακισμός
ἐξότε
ἐξοτρῡ́νω
ἐξουδενέω
ἐξούλη
ἐξουσίᾱ
ἐξουσιάζω
ἐξουσιαστικώτερον
ἐξοφέλλω
ἐξόφθαλμος
ἐξοχετεύω
ἐξοχή
ἔξοχος
ἐξοχυρόομαι
ἕξπηχυς
ἐξυβρίζω
ἐξυγιάζω
ἐξυγραίνομαι
View word page
ἐξουσιαστικώτερον
ἐξουσιαστικώτερονcompar.adv with a greater show of authorityPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξουσιαστικώτερον
Headword (normalized):
ἐξουσιαστικώτερον
Headword (normalized/stripped):
εξουσιαστικωτερον
IDX:
13561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13562
Key:
ἐξουσιαστικώτερον

Data

{'headword_display': '<b>ἐξουσιαστικώτερον</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἐξουσιαστικώτερον</HL><PS>compar.adv</PS></vHG> <advS1><Tr>with a greater show of authority</Tr><Au>Plb.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἐξουσιαστικώτερον'}