Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξοράω
ἐξοργιάζω
ἐξοργίζω
ἐξορθιάζω
ἐξορθόω
ἐξορίζω
ἐξορῑ́νω
ἐξόριστος
ἐξορκίζω
ἐξορκισμός
ἐξορκιστής
ἔξορκος
ἐξορκόω
ἐξόρκωσις
ἐξορμάω
ἐξορμενίζω
ἐξορμέω
ἐξορμίζω
ἔξορμος
ἐξορούω
ἐξορύσσω
View word page
ἐξορκιστής
ἐξορκιστήςοῦm exorcistNT.

ShortDef

an exorcist

Debugging

Headword:
ἐξορκιστής
Headword (normalized):
ἐξορκιστής
Headword (normalized/stripped):
εξορκιστης
IDX:
13539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13540
Key:
ἐξορκιστής

Data

{'headword_display': '<b>ἐξορκιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐξορκιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>exorcist</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐξορκιστής'}