Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπήφορος
ἀστράπτω
ἀστράσι
ἀστρατείᾱ
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἄστρις
ἀστρογείτων
ἀστρολογέω
ἀστρολογίᾱ
ἀστρολόγος
ἄστρον
ἀστρονομέω
ἀστρονομίᾱ
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστροφος
ἀστρωπός
ἀστρωσίᾱ
View word page
ἀστρολογέω
ἀστρολογέωcontr.vbἀστρολόγος be an astronomerPlb.

ShortDef

study astronomy

Debugging

Headword:
ἀστρολογέω
Headword (normalized):
ἀστρολογέω
Headword (normalized/stripped):
αστρολογεω
IDX:
1351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1352
Key:
ἀστρολογέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀστρολογέω</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀστρολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀστρολόγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>be an astronomer</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀστρολογέω'}