Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημοιβός
ἐξῆν
ἐξηπάφησα
ἐξηπεροπεύω
ἐξῆρα
ἐξηραμμένος
ἐξήρᾱσα
ἑξήρης
ἐξήριπον
ἐξήρυγον
ἐξηρώησα
ἑξῆς
ἐξηττάομαι
ἐξηχέω
ἐξιάομαι
ἐξιδιάζομαι
View word page
ἐξηραμμένος
ἐξηραμμένοςpf.pass.ptcpl.adjsee underξηραίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξηραμμένος
Headword (normalized):
ἐξηραμμένος
Headword (normalized/stripped):
εξηραμμενος
IDX:
13435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13436
Key:
ἐξηραμμένος

Data

{'headword_display': '<b>ἐξηραμμένος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐξηραμμένος</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>ξηραίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐξηραμμένος'}