Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξετῶ
ἐξευθετίζω
ἐξευθῡ́νω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζομαι
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτρεπίζω
ἐξεύχομαι
ἐξεφαάνθην
ἐξεφῑ́εμαι
View word page
ἐξ-ευμενίζομαι
ἐξ-ευμενίζομαιmid.vb propitiate the godsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξευμενίζομαι
Headword (normalized):
ἐξευμενίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εξευμενιζομαι
IDX:
13396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13397
Key:
ἐξευμενίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐξ-ευμενίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐξ-ευμενίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>propitiate</Tr> <Obj>the gods<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐξευμενίζομαι'}