Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄστοργος
ἀστός
ᾆστος
ἀστοχέω
ἀστοχίᾱ
ἄστοχος
ἀστράβη
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραγάλαι
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπήφορος
ἀστράπτω
ἀστράσι
ἀστρατείᾱ
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
View word page
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλίζωvb play with knucklebonesPl.

ShortDef

to play with ἀστράγαλοι

Debugging

Headword:
ἀστραγαλίζω
Headword (normalized):
ἀστραγαλίζω
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλιζω
IDX:
1338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1339
Key:
ἀστραγαλίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀστραγαλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀστραγαλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>play with knucklebones</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀστραγαλίζω'}